πυρετώδης

πυρετώδης
-ες / πυρετώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [πυρετός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετώδη ῥίγεα», Ιπποκρ.)
2. φλεγμονώδης
3. αυτός που υπόκειται σε πυρετό («πυρετώδης κύστις», Ιπποκρ.)
4. αυτός που βρίσκεται σε πυρετικό παροξυσμό
νεοελλ.
1. αυτός που προκαλεί πυρετό
2. συνεκδ. α) θυελλώδης ή εσπευσμένος
β) ταραγμένος, ανήσυχος
γ) (για πρόσ.) αυτός που υποφέρει από πυρετό
3. μτφ. αυτός που γίνεται με πολύ ζήλο ή με ασυνήθιστα έντονη ενεργητικότητα («γίνονται πυρετώδεις προετοιμασίες εν όψει τών εγκαινίων»)
αρχ.
1. όμοιος με πυρετό
2. (για εποχή) νοσηρός («πυρετῶδες θέρος», Ιπποκρ.).
επίρρ...
πυρετωδώς Ν
μτφ. με πολύ ζήλο, με ασυνήθιστα έντονη ενεργητικότητα («ετοιμάζεται για την παράσταση πυρετωδώς»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρετώδης — feverish masc/fem acc pl (attic epic doric) πυρετώδης feverish masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πυρετώδης feverish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο γεμάτος πυρετό, αυτός που προκαλεί πυρετό, ο πυρετογόνος. 2. αυτός που γίνεται με ζήλο, ο ζωηρός, ο δραστήριος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρετωδέστερον — πυρετώδης feverish adverbial comp πυρετώδης feverish masc acc comp sg πυρετώδης feverish neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετώδει — πυρετώδης feverish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) πυρετώδης feverish masc/fem/neut dat sg πυρετώδεϊ , πυρετώδης feverish dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετώδη — πυρετώδης feverish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυρετώδης feverish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυρετώδης feverish masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετωδέστατον — πυρετώδης feverish masc acc superl sg πυρετώδης feverish neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετῶδες — πυρετώδης feverish masc/fem voc sg πυρετώδης feverish neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετώδεα — πυρετώδης feverish neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πυρετώδης feverish masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετώδεις — πυρετώδης feverish masc/fem acc pl πυρετώδης feverish masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρετωδέστερος — πυρετώδης feverish masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”