- πυρετώδης
- -ες / πυρετώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [πυρετός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετώδη ῥίγεα», Ιπποκρ.)2. φλεγμονώδης3. αυτός που υπόκειται σε πυρετό («πυρετώδης κύστις», Ιπποκρ.)4. αυτός που βρίσκεται σε πυρετικό παροξυσμόνεοελλ.1. αυτός που προκαλεί πυρετό2. συνεκδ. α) θυελλώδης ή εσπευσμένοςβ) ταραγμένος, ανήσυχοςγ) (για πρόσ.) αυτός που υποφέρει από πυρετό3. μτφ. αυτός που γίνεται με πολύ ζήλο ή με ασυνήθιστα έντονη ενεργητικότητα («γίνονται πυρετώδεις προετοιμασίες εν όψει τών εγκαινίων»)αρχ.1. όμοιος με πυρετό2. (για εποχή) νοσηρός («πυρετῶδες θέρος», Ιπποκρ.).επίρρ...πυρετωδώς Νμτφ. με πολύ ζήλο, με ασυνήθιστα έντονη ενεργητικότητα («ετοιμάζεται για την παράσταση πυρετωδώς»).
Dictionary of Greek. 2013.